- κνημιαῖος
- κνημ-ιαῖος, α, ον,A of the calf or leg, Hp.Oss.16 (written [full] κνημαῖος Gal.19.112).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κνημιαίος — και κνημαίος, α, ο (AM κνημιαῑος και κνημαῑος, αία, ον) [κνήμη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κνήμη («κνημιαίος μυς») … Dictionary of Greek
κνημιαίου — κνημιαῖος of the calf masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνήμη — Το τμήμα του κάτω άκρου, δηλαδή του ποδιού, που περιλαμβάνεται μεταξύ των αρθρώσεων του γόνατος και της ποδοκνημικής· ανατομικά, διακρίνεται σε δύο μέρη: το εμπρός και το πίσω, που χωρίζονται μεταξύ τους από έναν υμένα που εκτείνεται μεταξύ… … Dictionary of Greek
κνημαίος — α, ο (Α κνημαῑος, αία, ον) βλ. κνημιαίος … Dictionary of Greek